- δεξιοκοπώ
- δεξιοκοπῶ (-έω) (Μ)κόβω το δεξί χέρι κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -κοπώ < -κοπος < κόπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek